Λάκκοι people

"Αφιέρωμα των τριών: ένα λακκάκι"




Κατέβασε τα πόδια του από την οροφή της στενόχωρης καμπίνας κι έμεινε ακίνητος στο κενό. Μικρός επισκεπτόταν συχνά με τη μάνα του τα κωνοφόρα δάση κοντά στη Βαϊκάλη. Αυτή μάζευε πετρώματα για τα πειράματα της κι αυτός χάζευε τη μεγάλη λίμνη μέσα από τα βρεγμένα κλαδιά με τους κώνους. Πόσα πρωινά Κυριακής πέρασε ξαπλωμένος στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου ακουμπώντας το κεφάλι στην πόρτα, με τα πόδια στην οροφή και ρίχνοντας τη ματιά του κάπου εκεί ανάμεσα στα φουσκωμένα σύννεφα. “Πόσο νερό να’χει εδώ μέσα”, “πόσο βαθύς να’ναι αυτός ο λάκκος” και το τσαλακωμένο τετράδιο γέμιζε αριθμούς ορνιθοσκαλίσματα. Τώρα κοιτούσε το λάκκο από τη μια του άκρη μέχρι την άλλη μέσα από τα μικρά ανοίγματα του διαστημικού σταθμού. Χώρεσε όλη τη λίμνη στον αντίχειρα του και την έφερε μπροστά στα μάτια του. Η λίμνη στην άκρη του δαχτύλου έγινε λακκάκι, το λακκάκι γυαλί και το πρόσωπο της μάνας αντικατοπτρίστηκε ξανά ύστερα από χρόνια απουσίας.

*~*~*

Πέθανε μπροστά στα μάτια της. Έχασε τις αισθήσεις του και σωριάστηκε στο μωσαϊκό της κουζίνας. Χήρος εδώ και εικοσιένα χρόνια ο παππούς της, δώδεκα μόλις ετών αυτή. Τον συναντούσε κάθε Παρασκευή μετά το σχολείο σπίτι του για να φάνε μαζί. Πέφτοντας πετάχτηκε η κουτάλα προς το μέρος της. Ακόμα θυμάται και ανατριχιάζει με τον ήχο της ξύλινης κουτάλας και του γέρικου κεφαλιού που συγκρούονται ταυτόχρονα με το δάπεδο. Όπως και τη φάβα που λέρωσε το μάγουλο της και αμέλησε να καθαρίσει για ώρες μετά το θάνατο του. Σήκωσε το κουτάλι του μικρού από το πάτωμα, που μνήμες σκληρές μέσα της ξύπνησε. “Μόνο Παρασκευές φάβα και πάντα με λακκάκι στη μέση”, του είπε προσπαθώντας να δικαιολογήσει μια εμμονή κι ένα πείσμα που μ’ευλάβεια χρόνια τηρεί γι’αυτόν.

*~*~*

Χάνω τη γλώσσα μου στο λακκάκι του λαιμού σου και όσο αδυνατώ ν’αρθρώσω συλλαβή, τόσο νιώθω ότι μπορώ να σου απαγγείλω Ελύτη και Σαίξπηρ μαζί. Ακολουθώ το δρόμο της αριστερής σου κλείδας, μέχρι να βρω στεριά γνώριμη σε γεύσεις και μυρωδιές. Με σεμνότητα και δέος κρυφό ξαναβγαίνω στ’ανοιχτά κι επιστρέφω στην αφετηρία μου. Γελάς και μου κρύβεις το πρόσωπο με τα δυο σου χέρια, όταν σου λέω πως έχεις βρει το κουμπί μου. Και ότι αυτό είναι πάνω σου, φάρος λαμπερός στην κορυφή του στέρνου και αρχηγός των σαγηνευτικών σου σκιών. Πόσα μπορείς να κρύψεις σε μια τόσο μικρή γωνιά, που άλλοτε ήλιο, άλλοτε νερό κι άλλοτε έναν ολόκληρο άνθρωπο μπορεί να μαζέψει.



Posted in . Bookmark the permalink. RSS feed for this post.

ShareThis

Search

Swedish Greys - a WordPress theme from Nordic Themepark. Converted by LiteThemes.com.